Ἕρση — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρση — dew fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἔρσα dew fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρσῃ — Ἕρση fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρσῃ — ἕρση dew fem dat sg (attic epic ionic) ἔρσα dew fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
ἔρση — ἔρσα dew fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἔρσις a binding fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρσηι — ἕρσῃ , ἕρση dew fem dat sg (attic epic ionic) ἕρσῃ , ἔρσα dew fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρσαι — Ἕρση fem nom/voc pl Ἕρσᾱͅ , Ἕρση fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρσαι — ἕρση dew fem nom/voc pl ἕρσᾱͅ , ἕρση dew fem dat sg (doric aeolic) ἔρσα dew fem nom/voc pl ἕρσᾱͅ , ἔρσα dew fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρσηι — Ἕρσῃ , Ἕρση fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)